- ἐφηβοσύνη
- ἐφηβ-οσύνη, ἡ,A age of an ἔφηβος, adolescence, AP6.282.6 (Theod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφηβοσύνη — η (Α ἐφηβοσύνη) [έφηβος] η ηλικία τού εφήβου, η νεανική ηλικία, η εφηβότητα* … Dictionary of Greek
ἐφηβοσύνας — ἐφηβοσύνᾱς , ἐφηβοσύνη age of an fem acc pl ἐφηβοσύνᾱς , ἐφηβοσύνη age of an fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)